διανοούμαι

διανοούμαι
(Α διανοοῡμαι, -έομαι και διανοῶ, -έω)
1. αναλογίζομαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι
2. έχω στον νου μου, σκοπεύω, σχεδιάζω, μελετώ
νεοελλ.
(η μτχ. ως ουσ.) ο διανοούμενος
ο λόγιος, ο στοχαστής, ο επιστήμονας, ο πνευματικός εργάτης
αρχ.
1. σκοπεύω, προτίθεμαι
2. νομίζω, υποθέτω
3. αποφασίζω
4. είμαι διατεθειμένος κατά κάποιον τρόπο («καλῶς, κακῶς, εὖ, οὓτω... διανοοῡμαι»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διανοούμαι — διανοούμαι, διανοήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διανοούμαι — διανοήθηκα, σκέφτομαι βαθιά, σχολαστικά, στοχάζομαι: Δε θέλω να διανοηθώ το χωρισμό μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοοῦμαι — διανοέομαι have in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διανοέομαι have in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) διανοέω have in mind pres ind mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εννοώ — (AM ἐννοῶ, έω) [νοώ] 1. έχω ή συλλαμβάνω κάτι στον νου, διαλογίζομαι, διανοούμαι, σκέπτομαι 2. καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι πλήρως, σαφώς κάτι (α. «δεν εννοώ τη θεωρία τής σχετικότητας» β. «οὐ γὰρ ἐννοῶ», Σοφ.) 3. (για λέξεις ή φράσεις)… …   Dictionary of Greek

  • προδιανοούμαι — έομαι, Α [διανοοΰμαι] διανοούμαι, διαλογίζομαι, στοχάζομαι εκ τών προτέρων («μηδὲν προδιανοηθείς», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • проразумеваю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (προνοοῦμαι) предвижу (3 Макк. 3, 17), (διανοοῦμαι) понимаю… …   Словарь церковнославянского языка

  • αδιανόητος — η, ο (Α ἀδιανόητος, ον) αυτός που δεν συλλαμβάνεται ή δεν μπορεί να συλληφθεί με τη διάνοια, κατά συνέπεια ο ακατανόητος, ο ακατάληπτος αρχ. 1. αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν σκέπτεται 2. μωρός, ανόητος 3. απερίσκεπτος, αστόχαστος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • διάνοια — η (AM διάνοια Α και διανοία και αιολ. τ. διανοιία) [διανοούμαι] 1. πνεύμα, νους, μυαλό 2. ικανότητα τού ανθρώπου να σκέπτεται μσν. συνήθεια αρχ. 1. λογισμός 2. ιδέα, έννοια, γνώμη 3. σημασία λέξης ή χωρίου …   Dictionary of Greek

  • διανοητής — ο (Α διανοητής) [διανοούμαι] διανοούμενος, στοχαστής αρχ. ο φρόνιμος, ο συνετός …   Dictionary of Greek

  • διανοητικός — ή, ό (Α διανοητικός, ή, όν) [διανοούμαι] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διανόηση 2. εμβριθής, βαθύνους νεοελλ. φρ. α) «διανοητική έκπτωση» μείωση τών νοητικών ικανοτήτων οφειλόμενη είτε σε γηρατειά ή σε νευροψυχικές διαταραχές β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”